Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Οι κορδέλες του Παντελεημόνου



Από αρχαιοτάτων χρόνων το όνειρο της Ανθρωπότητας ήταν οι ίσιοι δρόμοι.

Όλα τα έθνη και τα δόγματα επιδίωκαν πάντα να φέρουν τους πιστούς τους και τους υπηκόους τους στον ίσιο δρόμο.

Απ ηθικής πλευράς δεν έχουμε εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Από πλευράς, όμως , έργων οδοποιίας οι αλλαγές είναι μεγάλες .

Υπάρχει μια διαρκής τάση να ισιώσουν οι δρόμοι.

Καταργούνται περιττές στροφές, τρυπάμε βουνά , γεφυρώνουμε χάσματα.

Φαίνεται ότι χρειαζόμαστε τους ίσιους δρόμους για να τρέχουμε γρηγορότερα από την μελαγχολία.

Πλησιάζω στα φανάρια του Τζάβρου με 38 βαθμούς.

Κλείνω το γκάζι και βγάζω φλάς αριστερά.

Παλιά με βάραινε το κράνος αλλά όσο γερνάω το συνηθίζω.

Ίσως φταίει που έχω μεγαλύτερη συναίσθηση του κινδύνου να με γράψει κανένας τροχονόμος.

Στους «γιατρούς» έχει δροσιά όπως πάντα. Για δύο χιλιόμετρα αλλάζει ο καιρός και μπαίνουμε στο Φθινόπωρο.

Νομίζω ότι τώρα είναι ο καιρός να ανεβάσει κάποιος θίασος τον Έμπορο της Βενετίας.

Όχι , όμως αυτόν που παρουσιάζεται σαν το τέρας του Καπιταλισμού η του Σιωνισμού.

Όχι . Δεν μαρέσει έτσι .. και δεν μου λέει και τίποτα.

Θέλω τον άλλον που ωθεί τα πράματα στα άκρα όχι για να εκδικηθεί αλλά γιατί ξέρει πολύ καλά ότι εκεί, στα άκρα, πέφτουν οι βενετσιάνικες μάσκες των «αθώων θυμάτων», αποκαλύπτονται τα τέρατα και έρχονται αντιμέτωποι όλοι με όλους.

Στου Τρουμπέτα στρίβω δεξιά εντελώς αψυχολόγητα και ανεβαίνω την Πυλίδα.

Για κάποιο λόγο μου αρέσουν οι στροφές.

Έτσι συμβαίνει άλλωστε και σε όλους τους Σ.Μ.Ε.Α. ( Σιδηρουργοί Με Ειδικές Ανάγκες) .

Η Πυλίδα είναι έρημη ως συνήθως. Θα είσαι πολύ τυχερός αν συναντήσεις κανένα Σωκρακίτη να περνάει.

Κοιτάω το ρολόι μου. Κοντεύει εξίμησι. Το στόμα μου έχει στεγνώσει από τον καυτό αέρα.

Ώρα για το φρούτο μας.

Σταματάω «στου ερημίτη».

Εδώ ανάμεσα στα πουρνάρια είχε κάμει την κατοικιά του κάποιος ερημίτης γύρω στο ’70.

Πέθανε αργότερα και κανένας δεν ξέρει ούτε πως τον λέγανε.

Είχε φυτέψει διάφορα. Είχε και πηγάδι.

Βρήκα δυο- τρείς αμπουρνέλες κόκκινες και μερικές κοντούλες από την απιδιά του.

Καλά είναι και αυτά.

Θυμάμαι τότε που ανακάλυψα την έρημη κατοικιά.

Είχε φτιάξει ένα κρεβάτι με τούβλα για ποδάρια και είχε βάλει επάνω ένα σανίδωμα με ένα στρώμα από εκείνα τα παλιά με μαλλί η με μπαμπάκι. 
Το είχε βάλει στο κέντρο του μικρού δωματίου, σαν βωμό. 
Μπροστά το παράθυρο με θέα προς την ρεματιά.

Είχε κάνει και καμπινέ λίγο πιο πέρα.

Για χαρτί υγείας είχε κάνει μια πατέντα με ένα περιοδικό κρεμασμένο με ένα σκουριασμένο σύρμα.

Στο εξώφυλλο της «Βεντέτα» χαμογελούσε η Ζωζώ Σαπουντζάκη στα νιάτα της, ντυμένη μπεμπέκα και με εκείνο το στόμα που έμοιαζε με τσι γράβες του Σκριπερού.

Το περιοδικό ήταν σκισμένο μέχρι την σελίδα 28.

Αμέσως μετά ακολουθούσαν τα ζώδια.

Μια χοντρούλα αστρολόγος χαμογελούσε με νόημα στην μικρή φωτογραφία και μας πληροφορούσε ότι «..ανοίγονται μεγάλες ευκαιρίες για μια λαμπρή επαγγελματική καριέρα στους κριούς».

Αυτό το χαρμόσυνο νέο δεν πρόλαβε να το διαβάσει ο ερημίτης.

Φαίνεται ότι απεβίωσε μόλις σκούπισε τον κώλο του με την σελίδα 27.

Πίνω νεράκι φρέσκο στην Βρύση της Επίσκεψης μαζί με ένα τσούρμο κεντρίνες και νάσου μπροστά μου οι φοβερές «Κορδέλες του Παντελεημόνου».

Έτσι τις έλεγε η Νόνα μου η Βανθία και στο παιδικό μου μυαλό είχα κάποιο ατελείωτο κατακόρυφο και γυμνό βουνό που στο πλάι του είχε σκαλισμένο ένα δρόμο όπου μετά βίας περνούσε ένα κάρο και οι άνθρωποι κινδύνευαν να τους καταπιεί η άβυσσος.

Κατά τις εφτάμιση φτάνω στον Απραό.

Ο Κώστας έχει σχολάσει και το μπαράκι της παραλίας το έχει αναλάβει η Τάμυ.

Πλήρης άπνοια και ερημιά.

Ξαπλώνω ανάσκελα στο νερό και ετοιμάζομαι για τον διαλογισμό μου .

Απέναντι οι Άγιοι Σαράντα.

Η , έστω, όσοι απέμειναν από δαύτους.