Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Do Not cover




Ο Τότος από μικρός μίλαγε λίγο και σπάνια κοίταγε κάποιον στα μάτια.

Ο Πατέρας του, εκτός του ότι τον έδερνε με το παραμικρό είχε δώσει και το ελεύθερο στον δάσκαλο να τον δέρνει ταχτικά «μπας και γίνει άνθρωπος».

Ήταν η εποχή που ο ξυλοδαρμός ήταν η αγαπημένη καθημερινή  ενασχόληση της κοινωνίας.

Ο Πατέρας έδερνε την Μάνα.

Ο Μάστορας τον βοηθό.

Ο  δάσκαλος τον μαθητή.

Ο λοχαγός τον φαντάρο.



Ο Τότος είχε φάει πολύ ξύλο.



Μένανε σε μια παράγκα λίγο έξω από την Πόλη.

Ο Πατέρας του τον έπαιρνε «στη δουλειά» . Πουλούσανε παυλόσουκα στο Σαρόκο το πρωί και έξω από τους σινεμάδες το βράδυ. Ο Τότος τα καθάριζε με γυμνά χέρια. Είχαν πληγιάσει από τα αγκάθια.



Πέρασαν τα χρόνια και με τις δουλειές του ποδαριού ο Πατέρας του Τότου απέκτησε μια μικρή αλλά υπολογίσιμη περιουσία.

Όπως συμβαίνει συνήθως ήρθε η ώρα ο αφέντης ιδιοκτήτης να «μοιράσει».



Έδωσε λοιπόν τα καλύτερα κομμάτια από τις ελιές που είχε αποκτήσει σε όσους εκ των τέκνων τον γλύφανε.



Του Τότου του άφησε έναν καλαμιώνα στην άκρη στη θάλασσα που δεν είχε καμιά αξία. Ξέχασε δε και να του τονε γράψει.



Έτσι ο Τότος έγινε ιδιοκτήτης «δια λόγου» ενός καλαμιώνα στην άκρη ενός τράφου που, το καλοκαίρι αν πλησίαζες σε κάνανε κομμάτια τα κουνούπια.



Ο Τότος αγάπησε τον καλαμιώνα. Έστησε μια παράγκα για να μένει . Άναψε και καβαλίνες τριγύρω για να γλυτώσει από τα κουνούπια και αποσύρθηκε από τα εγκόσμια.



Έβγαζε σκαρτσιμά και έριχνε το παραγάδι του με ένα αυτοσχέδιο πατέλο. 

Βρήκε και μια λάτα και έψηνε σαρδέλες για κανένα φίλο.



Σιγά-σιγά η παράγκα του καλαμιώνα έγινε «Ταβέρνα».

Τούφερνε τυρί ένας τσοπάνος από την παλιά Περίθεια. Κρασί καθημερινό από τ’Αλευκι και για εξαιρετικές περιπτώσεις είχε και ρομπόλα που του τόστελνε ένας φίλος του Κεφαλλονίτης που ήτανε μαζί φαντάροι.



Έκανε και λακέρδα με αγουρέλαιο και λεμονάκι από δίπλα. Μαρινάριζε γαύρο. Είχε και ένα ντενεκέ με αρμυροσαρδέλες «Καλλονής» και κρητική ρακή.



Ήτανε μερακλής αλλά η εποχή δεν τον έσπρωχνε.



Ο Κόσμος τότε ζούσε στον πυρετό του τουρισμού.

Ένας μπάρμαν σε μια σαιζόν μπορούσε να αλλάξει αυτοκίνητο να αγοράσει σπίτι και να πάει και διακοπές τον χειμώνα στην Αγγλία.

Ποιος ενδιαφερότανε για τις αλμυροσαρδέλες Του Τότου.



Οι συγγενείς ούτε που τονε θυμόντουσαν.



Για την ακρίβεια υπήρχαν και κάποιοι που το χειρότερο που θα μπορούσες να τους κάνεις ήταν να τους θυμίσεις την συγγένεια τους  με αυτόν.



Άλλος έγινε καθηγητής με «ιδιαίτερα» και φροντιστήρια.

Άλλος έγινε δικηγόρος εγκληματιών με βίλα και «ενοικιαζόμενα».

Η άλλη διέπρεψε ως υπάλληλος πολεοδομίας και έβγαζε περισσότερα από τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου.

Ο Καλαμιώνας δεν ήξεραν ούτε κατά που έπεφτε.

Εκεί μαζευόταν μερικοί ηπειρώτες οικοδόμοι από τη γύρω περιοχή και ελάχιστοι εραστές του καλαμιώνα.



Ο Τότος έβαλε και μουσική. Είχε ένα μαγνητόφωνο γιομάτο λάδια πάνω σε ένα σκαμπώ.



Του έδωσα και μια κασέτα με την Μαρία Κάλλας σε μια  φημισμένη παράσταση της Τραβιάτα το 56  στην Σκάλα.



 Την έβαζε απαραιτήτως κάθε βράδυ και ταλαιπωρούσε τους Ηπειρώτες.

  

«Φτάνει ρε Τότο με αυτό το πράμα!»

«Άμα θέλετε κλαρίνα να πάτε στα Γιάννενα και να μη μου σκοτίζετε τον Άι Σπυρίδωνα» τους έλεγε.



Κάθε βράδυ οι Ηπειρώτες υποβάλλονταν στο μαρτύριο της ερωτικής εξομολόγησης του Μάριο στην Βιολέτα

“..di quell amor che palpito del universo intero..”



Από μακριά ακουγόταν τα μπουζούκια του Κορφού μπάι νάιτ  όπου ξενυχτούσαν οι «συγγενείς»  με σαμπάνιες, ουίσκια, γκομενιλίκια, «εγώ δεν ήμουνα αλήτης», ακρωτηριασμένες γαρδένιες  και «μου κρατούσες το χέρι στα λασπόνερα».



Έτσι περνούσαν τα χρόνια και οι δεκαετίες ώσπου ήρθε η «κρίση».



Ο Τότος όχι μόνο δεν την  κατάλαβε αλλά αντιθέτως η παράγκα άρχισε να δουλεύει στο φούλ.



Βρήκε και έναν θερμοσίφωνα στα σκουπίδια, τον έκοψε στη μέση , τον έκανε ψησταριά και η  παραγωγικότητα της ψητής σαρδέλας ανέβηκε κατακόρυφα.



Οι συγγενείς όμως άρχισαν να ανησυχούν.



Όταν τα πράματα έσφιξαν πολύ,  ο ιδιοκτήτης φροντιστηρίου έβαλε τον δικηγόρο να «το ψάξει» και θυμηθήκανε ότι ο καλαμιώνας δεν έχει «τίτλους ιδιοκτησίας».

Σύρανε τον Τότο στα δικαστήρια και το αποτέλεσμα ήτανε να του κλείσουνε την ταβέρνα μιας και ήταν «εξ αδιαιρέτου».

Ίσα που πρόλαβε και πήρε μια μικρή σύνταξη με κάτι ένσημα που είχε μαζεμένα από δω και από κει.

Κράτησε και το δωμάτιο με την κουζίνα πίσω από την  παράγκα μιας και δεν έδωσε κανείς σημασία.



Τις προάλλες πέρασε να με δει στο σιδεράδικο.

Είχε κάτι σακούλες με ψώνια.

«Πώς πάει;»

«Πώς να πάει ρε Τότο… κάθομαι εδώ και κρυώνω.»

Έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.

Την άλλη μέρα ήρθε και μου άφησε στην πόρτα ένα αερόθερμο σχεδόν καινούργιο.

Επάνω έγραφε “do not cover”

«Έχω και άλλο» μου είπε και έφυγε αμέσως.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Το μπαράκι των Κοτσυφών


Έχω την εντύπωση ότι μετά την Γαλλική επανάσταση επανακαθορίστηκαν και οι ταξικοί διαχωρισμοί στο βασίλειο των Κοτσυφών.

Δεν εξηγείτε αλλιώς.

Υπάρχουν Κοτσυφοί που μένουν μόνιμα στο δάσος, στους πιο σκοτεινούς λόγγους και κοντά  σε ποτάμια.

Τρώνε τα πάντα και σου δίνουν την εντύπωση ότι είναι μονίμως τρομαγμένοι.

Άλλοι πάλι, στις βόρειες χώρες, ζουν μέσα στις πόλεις , φτιάχνουν τις φωλιές τους  στον κήπο των σπιτιών και κάθε που έρχονται τα κρύα  μεταναστεύουν σε πιο ζεστά μέρη.

Μάλλον πρέπει να έχουν και κοινά ενδιαφέροντα διότι τέτοιες μέρες συναντιούνται τα βράδια  και  τα πίνουν στο «Πλοίο της Αγάπης».

Το «Πλοίο της Αγάπης» είναι ένα μπαράκι για Κοτσυφούς όπου εκεί μέσα , καθώς φαίνεται,  καταλύονται οι ταξικοί διαχωρισμοί και οι κοτσυφοί , αστοί και χωριάτες, γίνονται ένα και δεν μπορεί να τους ξεχωρίσει ούτε το πιο έμπειρο μάτι.

Ας πάρουμε όμως τα πράματα από την αρχή.

Το «πλοίο της Αγάπης» ναυπηγήθηκε  γύρω στο εξήντα από έναν δαιμόνιο Κερκυραίο σιδερά που ίδρυσε μια ..βιομηχανία αυτοκινούμενων τεθωρακισμένων τετράτροχων που έμοιαζαν  με τετράγωνα κινούμενα λαμαρινένια ντεπόζιτα.

Όταν όλοι έφευγαν για να βρουν την τύχη τους στην Γερμανία αυτός ίδρυσε δική του αυτοκινητοβιομηχανία στην Κέρκυρα.

Η «Βιομηχανία» πήγαινε καλά. Έβλεπες παντού να κυκλοφορούν αγέρωχα,  αυτοκίνητα που ήταν κάτι ανάμεσα σε τραχτέρ σε ντεπόζιτα πετρελαίου και σε άρματα μάχης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.

Το «Πλοίο της Αγάπης» κουβαλούσε μόνο πλαστικά.

Πλαστικές λεκάνες , πλαστικά πιάτα, πλαστικά καθρεφτάκια ξυρίσματος, πλαστικά μπιτόνια, πλαστικούς κουβάδες, πλαστικές μπάλες.

Ήταν η εποχή της ταχύτατης διάδοσης του πλαστικού που έμελλε να απαλλάξει την ανθρωπότητα από τον αναχρονιστικό εφιάλτη  του ξύλινου, του  γυάλινου, του πήλινου, του πάνινου του πέτρινου και του χάλκινου.

Όταν έμπαινε το «Πλοίο της αγάπης» στα χωριά ερχόταν η πρόοδος και ο πολιτισμός.

Ο Καπετάνιος του πλοίου της αγάπης ήταν μικροκαμωμένος, αδύνατος, νευρικός και φορούσε ένα ζευγάρι θολά ματογυάλια δεμένα με σύρματα , σπάγγους και κολλημένα με ζελοτέιπ.

Ήταν ικανός , στην κορφή του Παντοκρατόρου,  να αλλάξει φλάτζα κεφαλής, να τρίψει βαλβίδες, να ρεγουλάρει πλατίνες και να το ξαναβάλει μπροστά.

Το πλοίο της Αγάπης γύρναγε όλο το νησί απ άκρου σε άκρο.

Γνώριζε και τον παραμικρό κατσικόδρομο στο τελευταίο χωριό και την τελευταία κατοικιά.

Όταν γύρναγε τα βράδια  έφερνε πάντα κάτι. Μισή λίτρα κρέας, δυό «χαρτιά» μακαρόνια, λίγο ταμπάκο η ένα μποτιλιόνι κρασί «από τ’ Αλεύκι».

Ουδέποτε το πλοίο της αγάπης γύρισε με άδεια χέρια.

Πέρασαν πολλά χρόνια για να αποκαλυφθεί ότι όσοι μετανάστευσαν τελικά έμειναν κλεισμένοι σε  ένα σπίτι για τριάντα χρόνια προκειμένου να γυρίσουν πίσω και να χτίσουν άλλο ένα σπίτι και να ξανακλειστούν μέσα  «για τα γηρατειά».

Το πλοίο της αγάπης μπορεί να μην ανέβηκε ποτέ σε φέριμποτ αλλά δεν κλείστηκε και ποτέ μέσα.

Είδαν τα μάτια του πολλά.

Τώρα δεν κουβαλάει άλλο πλαστικά. Ούτε κινδυνεύει να του κοπεί ημιαξόνιο στις κορδέλες του Παντελεημόνου.

Άλλαξε επάγγελμα.

Αν κατεβαίνεις στα ποδάρια από το Σωκράκι θα το δεις μέσα στα βράχλα κοντά στο νεκροταφείο του Αί Νικόλα.

Εκεί του άρεσε. 

Για να είναι κοντά στον καπετάνιο.

Ποτέ δεν χωρίσανε.

Αν έχεις και υπομονή περίμενε ακίνητος και κράτα την ανάσα σου.

Τέντωσε τα αυτιά σου και θα ακούσεις από μέσα το κουβεντολόι των κοτσυφών.


Σταματάνε εκεί το δειλινό πριν γυρίσουν την φωλιά τους και , πιστέψτε με , ποτέ δεν γυρνάνε «με άδεια χέρια». 

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Η Παναγιά η Μυρτιδιώτισσα


Το Μοναστήρι  της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας είναι κτισμένο σε μια απόκρημνη πλαγιά δίπλα στην Θάλασσα.

Ονομάστηκε έτσι διότι  είχαν βρει  κάπου στο Αιγαίο μια εικόνα της Παναγίας ανάμεσα σε Μυρτιές και έτσι η Παναγιά (εκτός των άλλων) πήρε και αυτό το χαρακτηρισμό.

Εμείς  Το κάναμε «Μυρτιώτισσα» μάλλον διότι έτσι βόλευε καλύτερα.

Για να πάς στην Μυρτιώτισσα πρέπει να είσαι ο Συλβέστερ Σταλόνε στο «Χαμηλό Βαρομετρικό» (εκεί που κρέμεται στα χιονισμένα βουνά με φανελίτσα από ένα σχοινί και τρέμει τ’ αχείλι του).

Την Μυρτιώτισσα βασικά την γνωρίζουμε από την παραλία της η οποία «υπάρχει, λες,  και ύστερα δεν υπάρχει». 
Την μια η θάλασσα έρχεται μέχρι τα βράχια και κατατρώει την αμμουδιά και την άλλη τραβιέται και εμφανίζεται μια μικρή αλλά πανέμορφη παραλία την οποία προτιμούσαν πάντα οι γυμνιστές.

Κατά μια άποψη που δεν κατάφερα να κατανοήσω από τα παιδικά μου χρόνια, η ελευθερία είναι ευθέως συνδεδεμένη με τα γεννητικά μας όργανα.

Επίσης , μια εποχή , το σουτιέν και τα προφυλακτικά  σχετιζόταν με την  ελευθερία.

Αργότερα προστέθηκαν και οι αξούριστες μασχάλες στο παλλαϊκό μέτωπο του  αγώνα για την Ελευθερία.

Εγώ και ο Περικλής πηγαίναμε τα καλοκαίρια στην Μυρτιώτισσα αλλά ποτέ μαζί.

Αυτός ήταν νότια,  στην σέχτα των γυμνιστών και εγώ πήγαινα πάντα προς βορράν με τους ντυμένους εκτεθειμένος στα περιφρονητικά τους βλέμματα.

Η αλήθεια είναι ότι όπου έβρισκα καμιά ερημική παραλία έβγαζα και εγώ διστακτικά το μαγιό μου προκειμένου να νιώσω και εγώ την αίσθηση της ελευθερίας.

Καλή ήταν η ελευθερία, δεν λέω, αλλά μην υπερβάλουμε κιόλας.

Με τον Περικλή ήμασταν πάντα φίλοι αλλά σπάνια βρισκόμασταν στην ίδια παράταξη.

Εγώ ήμουν πιο «φιλοσοφικός» ενώ αυτός είχε περισσότερο ένα ανάλαφρο ακτιβιστικό στυλ.

Θυμάμαι μια φορά  ήμουνα  ξαπλωμένος στην Μυρτιώτισσα κοντά στο ηλιοβασίλεμα.

Εκεί που χαμήλωνε το φως , ατονούσαν τα πάντα και σε κυρίευε μια γλυκιά  μελαγχολία , ξάφνου βλέπω από πάνω μου δυο τεράστια τριχωτά και ηλιοκαμένα αρχίδια.

-«Περικλή εσύ;»
-«Μπα! Με κατάλαβες;»
-«Ξεχνιούνται τέτοιες φυσιογνωμίες;»

Κάτι μούλεγε για κάποια συγκέντρωση στο Θέατρο που «έπρεπε να πάμε» και «να το πούμε σε όλους».

_»Μου κάνεις μια χάρη σε παρακαλώ;» του λέω
-«Λέγε»  μου λέει πρόθυμα
-«Μήπως μπορείς να κάνεις λίγο στην άκρη τα αρχίδια σου γιατί μου κρύβεις το ηλιοβασίλεμα;»

Γελάσαμε.

Είναι αγαπητός ο Περικλής καλόκαρδος, ατρόμητος και αφελής.

Κάποια φορά γινόταν ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία και ήθελε να οργανώσει  μια αντιπολεμική εκδήλωση.

Του έδωσα την ιδέα να φτιάξει  ξύλινους σταυρούς και να τους καρφώσει στην κάτω πλατεία.

Του άρεσε .

Πήγε σε ένα εργοστάσιο και του φτιάξανε εκατοντάδες σταυρούς Από «Σουηδικό» .

Γέμισε σταυρούς την κάτω πλατεία.

Ήρθαν και αρκετές ευαίσθητες ακτιβίστριες με κεριά.
Ήρθαν και οι κάμερες.

Έμεινε στο τέλος μόνος του ο Περικλής να κουβαλάει τους σταυρούς.

Τους έβαλε στη σειρά στο καντούνι του , στην Κούρτη και στην σκάλα και έξω από την πόρτα του .

Περνούσαν οι γριές και σταυροκοπιόντουσαν με γουρλωμένα μάτια.

Όταν έχει όστρια του Γαρμπή δεν μένει καθόλου άμμος στην Μυρτιώτισσα και τα κύματα φτάνουν μέχρι τη ρίζα του βράχου.

Ο Περικλής κάτι τέτοιες ώρες είναι στα δύσκολα.

Έτσι γίνεται πάντα το φθινόπωρο.

Τα φύλλα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας είναι κολλημένα στις πλάκες του πεζοδρομίου.  Αν κάποιο στεγνώσει πιο γρήγορα το παίρνει ο άνεμος . Βλέπει τα υπόλοιπα φύλλα από ψηλά και νομίζει ότι «τελικά το πέταγμα δεν είναι και τίποτα σπουδαίο».

Όπως λέει και το παλιό χωριάτικο τραγούδι μας…
«Σαν φύλλο κίτρινο και μαραμένο
Με παίρνει ο άνεμος και με πετά»

Με τον Περικλή μπορεί και να μην συμφωνούμε σε όλα.


Δεν υπήρξε όμως ποτέ παλιοτόμαρο. 

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Bar Lupo di Mare



Ήταν μια εποχή που άνθιζε το λαθρεμπόριο τυριών και σαλαμιών.

Μιλάμε για τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα.

Έτσι και σε πιάνανε τότε με αφορολόγητο τυρί στο τραπέζι,  σου παίρνανε το πιάτο και σε χώνανε και στο μπουντρούμι (με ένα μπουκάλι ρούμι) .

Τα χρόνια εκείνα οι κοντραμπαντριέριδες του Μαντουκιού κάνανε το βιάτζο Μαντούκι – Τσιταβέκια και φέρνανε παράνομα με τα καΐκια  τυριά και σαλάμια.

Μην ψάξετε να βρείτε που είναι η Τσιταβέκια. Μόνον τυχαία μπορείς να την βρείς.

Πρόκειται για ένα ψαροχώρι μερικά χιλιόμετρα βόρεια της Αγκόνα.

Τότε είχε δυο τρείς καλύβες ψαράδων.  Τώρα έχει και μίνι Μάρκετ και πιτσαρία και σύλλογο ψαράδων  και ενοικιαζόμενα και ομπρέλες και ξαπλώστρες και στρίγκ και  τα πάντα όλα.

Δίπλα από το χωριουδάκι υπάρχει ένα ποτάμι .

Μέσα στους καλαμιώνες του ποταμιού γινότανε το νταλαβέρι ανάμεσα στους Μαντουκιώτες και στους «αδίστακτους»  Ιταλούς λαθρέμπορους που έφερναν τα τυριά και τα προσούτα από την Πάρμα με τα κάρα.

Θα αναρωτηθεί κανείς πως ήταν δυνατόν να περάσει όλη την Αδριατική ένα καΐκι μες στο χειμώνα. Η Αλήθεια είναι ότι το ταξίδι γινόταν κόστα-κόστα  όλη την ανατολική πλευρά της Ιταλίας .

Από την Αγκόνα μέχρι το φάρο του Ότραντο.

Ήξεραν οι κοντραμπαντιέρηδες κάθε  απάγκιο και από πιο καιρό σε προφυλάσσει το καθένα.

Προβλέπανε τον κάθε καιρό και την διάρκεια του με μεγάλη ακρίβεια.

Ξέρανε πως να προφυλαχτούνε από τους ελέγχους των αρχών.

Ο προορισμός ήτανε το Μαούκι  αλλά η κάθε ασήμαντη παραλία  που θα τους προστάτευε από τον καιρό ήταν αποφασιστικής σημασίας για να αριβάρουνε.

Υπήρχε ένας θρυλικός καπετάνιος εκείνα τα χρόνια που τονε λέγανε Βιτζέντζο και λέγανε ότι «αυτόνε δεν τονε πιάκανε ποτές».

Αν ήσουνα «μεγάλος θαλασσόλυκος» και οι συνεχείς και χρονοβόρες στάσεις σου φαινόταν «ρεφορμιστικές αυταπάτες», σε  πέταγε στην  πρώτη παραλία ο Βιτζέντζος και  σου έλεγε να πάρεις το κρουαζιερόπλοιο  να σε πάει ντρέτα τσου Κορφούς.

.

Κάτι τέτοια σκεφτόμουνα τις προάλλες που τα πίναμε στο μπαρ Lupo di mare (θαλασσόλυκος).

Μαζεύονται  εκεί συνήθως τα πληρώματα από τα σκάφη της μαρίνας Γουβιών   και μεθοκοπάνε μετά τη δουλειά.

Κάνουνε βιάτζα  «αναψυχής»  στην Σαγιάδα η στην Ηγουμενίτσα και μερικές φορές φτάνουν ..μέχρι την μακρινή Πάργα για ψαρομεζέδες.

 Αφηγούνται τα ταξίδια τους με γουρλωμένα μάτια λές και μόλις γλυτώσανε από το Κουροσίβο.

Να τους άκουγε ο Βιτζέντζος!

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Κάβουρας


«Κάβουρα» λέω τον Σωτήρη.

Δεν πρόκειται για κάποιο παρατσούκλι. Έτσι τον λέω μόνον εγώ.

Δηλώνει «εβδομηντάρης» πράμα που σημαίνει ότι έχει περάσει τα εβδομήντα και δεν θέλει να το παραδεχτεί.

Είναι μικροκαμωμένος, αδύνατος και κοντός.

Κάνει αγωνιώδεις προσπάθειες να κρύψει την ηλικία του.

Φοράει ρούχα και παπούτσια που θα ταίριαζαν μάλλον σε πολύ νεώτερους.

Ο Σωτήρης είναι μια ξεχωριστή φυσιογνωμία της πόλης μας αν και έχει πολλά κοινά με πολλούς.

Το συναντάς σχεδόν παντού.

Κυκλοφορεί αγχωμένος με ένα τρίκυκλο Πιάτζιο από αυτά που συναντάς στους στενούς δρόμους των πόλεων της Ιταλίας.

Μεταφέρει τα πάντα και επισκευάζει τα πάντα.

Αλλάζει βρύσες , ξεβουλώνει νιπτήρες , αλλάζει λαστιχάκια σε καζανάκια, τοποθετεί ζγόρνες, ξεβρωμίζει υπόγεια, κόβει χόρτα, αλλάζει κλειδαριές.

Μια φορά τον είδα να κουβαλάει ένα ολοκαίνουργιο ψυγείο της συχωρεμένης της κυρά Ευτυχίας. Το είχε αγοράσει στα ογδόντα της σε προσφορά από ένα μαγαζί που έκλεινε για να το έχει άμα της χαλάσει το άλλο. Σε έξι μήνες πέθανε και το ψυγείο έμεινε στο υπόγειο μέσα στην συσκευασία .  

Ο Σωτήρης είναι διαρκώς σε κίνηση.

Δεν ξέρει τι είναι η κρίση και δεν συζητάει ποτέ  «πολιτικά».

Δεν τον ενδιαφέρει καν ο υποβιβασμός του ΑΟ Κέρκυρα στην Β΄ Εθνική.

Έχει μια τούφα μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του που τα έχει αφήσει και έχουν μακρύνει σχεδόν ένα μέτρο.

Τα τυλίγει με μαεστρία γύρω γύρω από το καραφλό επάνω μέρος του κεφαλιού του στην προσπάθειά του να καλύψει την φαλάκρα του.

Προσπάθησα πολλές φορές να του πιάσω κουβέντα αλλά ήταν , ως συνήθως, πάντα  απασχολημένος.

Τις προάλλες τον βρήκα στα κουρτελάτσα, στην Γαρίτσα να …κάθεται στο μουράγιο.

Έμοιαζε με κάβουρα που βγήκε το δειλινό στα πέτσα.

Έκατσα δίπλα του και πιάσαμε, επιτέλους , την κουβέντα.

Τον είδα κουρασμένο.

Παίρνει χίλια ευρώ σύνταξη αλλά πρέπει να δουλέψει για να πάει σπίτι το ψωμί.

Του υπενθυμίζω ότι το ψωμί κάνει ογδόντα λεπτά.

Αν τρώει τα πεντακόσια του περισσεύουν άλλα πεντακόσια.

Μπορεί να κάνει ότι έκανε και η θεία μου η  Γιανούλα που στα γεράματά της γύρισε όλη την Ευρώπη και,  αν δεν της ανέβαινε το ζάχαρο,  θα έφτανε μέχρι την Μογγολία.

Με κοίταξε μελαγχολικά.

Μου μίλησε για την ζωή του. 

Έχει κάνει δύο γάμους αυτός, και τρείς τα παιδιά του.

«Το σύνολο πέντε».

Οι γυναίκες του βγήκαν σκάρτες.

Οι γιοί του και η κόρη του παντρεμένοι με παιδιά και άνεργοι όλοι.

Όλο αυτό το σινάφι περιμένει τα χίλια ευρώ του Σωτήρη συν τα «τυχερά»  από την ολοήμερη αγωνιώδη  εργασία του στους δρόμους της μικρής μας πόλης.

Έμεινα να τον κοιτάω κατάπληκτος.

-«Για κάτσε ρε Σωτήρη… εντάξει …η μια γυναίκα  σου βγήκε έτσι …δεν ήξερες.

Η Άλλη σου βγήκε αλλιώς… πάλι δεν ήξερες .

Οι γιοί σου δεν βρίσκουνε δουλειά ... φταίει η ανεργία.

Οι νύφες σου μεγαλώνουνε παιδιά …δεν μπορούνε.

Ο Γαμπρός και αυτός άνεργος… φταίει ο Σαμαράς.

Εσύ τι ρόλο παίζεις, εβδομήντα πέντε χρονώ άνθρωπος;»

-«Εβδομήντα τρία»… μου απάντησε.

Με κοίταξε με εκείνο το θλιμμένο και μισοκακόμοιρο βλέμμα του σαν να μου έλεγε:

«Λυπήσου με!»

Εκείνη τη στιγμή γύρισε απότομα ο καιρός σε Σιροκολέβαντο , του πήρε την κόμμωση και μου την έφερε στα μούτρα.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Έκτορας

 
Η Λούλα η Κουτσή τάχε ένα φεγγάρι με τον Φλού.

Αργότερα τάφτιαξε με τον Τζίνο της πλατείας ψυχιατρείου που ήταν κατά πολύ νεότερος του φλού.

Μόλις ο Τζίνο μετακόμισε για Αιγάλεω η Λούλα έμεινε μόνη για ένα διάστημα ώσπου γνώρισε ένα τεκνό από την Πόρτα Ρεμούντα ονόματι «Έκτορας».

Ο Έκτορας την ακολουθούσε κατά πόδας μέχρι που η Λούλα απεβίωσε.

Έκτοτε ο Έκτορας «έκλεισε σαν άντρας» για ένα μεγάλο διάστημα.

Κλείστηκε στον εαυτό του.

Βρήκε έναν εγκαταλελειμμένο καλοκαιρινό σινεμά για να βγάζει τις κρύες νύχτες του χειμώνα.

Γέρος πλέον έσερνε κάθε βράδυ τα βήματα του ως εκεί.

Κοιμόταν στο δωματιάκι του μηχανικού προβολής.

Πρέπει να ήταν ο πρώτος σκύλος σινεφίλ.

Λένε ότι στα νιάτα του είχε δει μέχρι και τα «Στάχυα» του Κιαροστάμι.

Λίγο παρακάτω, κοντά στο πλατύ καντούνι, μένει ο Αχιλλέας.

Βρήκε καταφύγιο σε ένα ερειπωμένο διαμέρισμα κάποιου που μένει μονίμως στο εξωτερικό και το νοίκιασε έναντι ενός απολύτως εξευτελιστικού ποσού το οποίο και δεν πληρώνει.

Ο Αχιλλέας δεν πληρώνει ρεύμα , δεν πληρώνει νερό, δεν πληρώνει κοινόχρηστα , δεν πληρώνει τίποτα και πουθενά.

Είναι άνεργος από πολύ πριν αρχίσει η κρίση.

Όταν ακούει να μιλάνε για κρίση πλησιάζει και ρωτάει με περιέργεια «Ποια κρίση;»

Ο Αχιλλέας «τις ελεύθερες ώρες του» συγγράφει στην σοφίτα του διάφορα πονήματα γεωστρατηγικής στα οποία εμπλέκει πάντα σκοτεινούς Εβραίους τραπεζίτες και λέσχες διαβολικών καπιταλιστών που έχουν σαν στόχο την παγκόσμια κυριαρχία.

Φορτώνεται κάθε τόσο σε γνωστό φωτοτυπά και του τα τυπώνει τζάμπα.

Το χειρότερο είναι ότι όπου βρει συγκέντρωση περιμένει υπομονετικά και μόλις ο εκφωνητής ρωτήσει «θέλει κάποιος εκ των παρευρισκομένων να κάνει μια σύντομη παρέμβαση;» παίρνει το λόγο σοβαρός και διαβάζει ένα κείμενο ογδόντα σελίδων.

Έχει διαλύσει άπειρες και κάθε είδους συγκεντρώσεις κατ αυτόν τον τρόπο.

Ο Έκτορας και ο Αχιλλέας είναι οι καλύτεροι φίλοι.

Τελευταία έχουν συνεταιριστεί κιόλας.

Κατεβαίνει ο Αχιλλέας για βόλτα στη Γαρίτσα και περνώντας από το σινεμά δένει και τον Έκτορα με ένα λουρί και τον παίρνει μαζί του.

Κατ αυτόν τον απλό τρόπο ο Αχιλλέας έχει κάνει πολλές γνωριμίες με μοναχικές δεσποινίδες που σέρνουν με το ζόρι και μια δύστροπη σκυλίτσα στον απογευματινό τους περίπατο.

Ο Δε Έκτορας έχει γνωρίσει όλη την σκυλοαριστοκρατία των διαμερισμάτων του «Τένις».
Το βραδάκι ο Αχιλλέας αμολέρνει τον Έκτορα στην Ιόνιο Βουλή και παίρνει το δρόμο για την σοφίτα του.

Απόψε έχει μια παρουσίαση βιβλίου ένας γνωστός συγγραφέας στην Αναγνωστική Εταιρεία και θα χρειαστεί το σύγγραμμα του για τον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία.
 
 




 
 
 
 

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Τρείς παράλληλες ιστορίες


 
Μέρος πρώτον

Η ΒΑΓΙΑ

Η Βάγια ήταν δεκαέξι χρονών όταν μάζεψε τον πατέρας της σχεδόν πεθαμένο από την πλατεία του χωριού.

Το χτυπούσαν για ώρα  με συρματόσχοινο οι φασιστοσυμμορίτες για να αποκαλύψει που κρυβόταν ο γιός του ο Ελασίτης.

Σταμάτησαν όταν ήταν σίγουροι ότι είχε πεθάνει.

Η Βάγια τον μετέφερε σε έναν αχυρώνα.

Το περιποιήθηκαν χωρίς να πουν σε κανέναν τίποτα.

Όλοι νόμιζαν ότι ήταν πεθαμένος.

Σε λίγους μήνες ξαναπερπάτησε.

Η Βάγια ακολούθησε την πρώτη μονάδα του ΕΛΑΣ που πέρασε από το χωριό.

Πολέμησε και με τον Δημοκρατικό στρατό.

Δεν ήξερε πολλά πράματα περί κομμουνισμού.

Να φαντασθείτε ότι τελευταία ψήφιζε ΠΑΣΟΚ.
 
-----------------------

 

Μέρος δεύτερον

Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ

Έτυχε μια φορά να βρεθώ μπροστά σε ένα περιστατικό που πολύ δύσκολα θα τύχαινε σε κάποιον .

Με φώναξε ένας από τους απόγονους μιας πολύ πλούσιας αρχοντικής οικογένειας να του φτιάξω ένα κιόσκι στο χτήμα.

Ο Σιόρ Μικέλης , γέρος πλέον, ήταν  ένας «αστός».

Γνώριζε καλά την ιστορική αριστοκρατική του καταγωγή  αλλά είχε μεγαλώσει με τα ήθη της επόμενης εποχής.

Είχε ακόμα κάτι από εκείνο το πρώιμο πατερναλιστικό της πληβειακής αστικής τάξης.

 

Έστειλε την υπηρέτρια και μας έφερε ζεστό ψωμί ζυμωμένο και ψημένο στον φούρνο του.

Ένα πιάτο με ελιές , κομιντόρα , λίγο λάδι να βουτήξουμε , ένα κρεμμύδι  κομμένο στα τέσσερα και μια μποτίλια άσπρο κακοτρύγη.

Καθίσαμε στο πεζούλι και τρώγαμε.

Ξάφνου πέρασε ένας συνομήλικος του από το διπλανό σπίτι και αρχίσανε την κουβέντα σε ύφος έντονο.

Ο Γείτονας τον κατηγορούσε ότι το τοιχίο γύρω από το σπίτι το  είχε φτιάξει η οικογένεια του σιόρ Μικέλη «με λεφτά του δημοσίου».

Αυτό ήταν!

Ο Σιόρ Μικέλης τον κάλεσε σε μονομαχία και του είπε να διαλέξει όπλα!

Νόμιζα ότι αστειεύονται.

Σε λίγο ήρθε ο Σιόρ Μικέλης με δύο μακριές θήκες .

Τα σπαθιά ήταν αληθινά.

Κοιτούσα έκπληκτος.

Δεν είναι δυνατόν!

Στις δύο πρώτες σπαθιές και ενώ ήμουνα έτοιμος να μπω στη μέση, ο Σιόρ Μικέλης του τρυπάει το ποδάρι ψηλά στο μηρί.

Ποτάμι τα αίματα.

Το βάλαμε στην καμιονέτα και τονε πήγαμε στο νοσοκομείο.

Είπαμε ότι έπεσε πάνω σε έναν σιδερένιο πάλο και τρυπήθηκε.

Το επιβεβαίωσε και ο ίδιος και το επεισόδιο έληξε.
 
 

Μέρος Τρίτον

Ο ΝΙΚΗΤΗΣ

Την ώρα που η Βάγια πολεμούσε στα βουνά , Ο Πέτρος ,  ένας συνομήλικος της στην πόλη αγόρασε τα δικαιώματα για την αντιπροσωπεία μια Αμερικάνικης ασφαλιστικής πολυεθνικής που τότε ήταν ακόμη άγνωστη.

Σύντομα η Πολυεθνική έγινε πανίσχυρη και ο Πέτρος διάσημος παράγοντας της πόλης.

Ήταν πάντα σοβαρός αριστερός. Δε του άρεσαν «οι ακρότητες και οι φανατισμοί».  

Θα μπορούσε να γίνει δήμαρχος αλλά το κόμμα έκρινε ότι ήταν «ακόμα ώριμο κάτι τέτοιο».

Παρέμεινε πάντα στην πρώτη σειρά των καθισμάτων των προεκλογικών συγκεντρώσεων.

Τακτοποίησε και τα παιδιά του.

Μάλλον όταν πεθάνει θα παρευρεθεί σύσσωμη η τοπική ηγεσία του κόμματος και ίσως αναλάβει να βγάλει και τον επικήδειο ο ίδιος ο Γραμματέας της επιτροπής.

Φαντάζομαι ότι θα αναφερθεί με λόγια συγκινητικά στο «ήθος του εξαίρετου αυτού συμπολίτης μας που παρέμεινε σε όλη του την ζωή πιστός στα ιδανικά της εργατικής τάξης».

 

*Οι σύντομες αυτές  Ιστορίες είναι αληθινές.

Έχω αλλάξει μόνον τα ονόματα των προσώπων στα οποία αναφέρομαι.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Ο προδομένος


 

Τον γνώρισα φοιτητή με μουστάκι και αμπέχονο έτοιμο για εκστρατεία.

Με κοίταγε καχύποπτα.

Έπρεπε να προσέχω τα λόγια μου.

Η παραμικρή απόκλισή μου  από τα «ιδεώδη του Κομμουνισμού» μπορούσε να αποβεί μοιραία για την σχέση μας.

Αταλάντευτος, Ατάλαντος , Αγράμματος και με «βαθιά γνώση» του Κομμουνισμού.

Κάποτε διορίστηκε όλως τυχαίως σε μια δημόσια υπηρεσία.

Παντρεύτηκε από αγάπη μιαν που είχε διοριστεί όλως τυχαίως και αυτή σε μια άλλη δημόσια υπηρεσία.

Δυό μισθοί και δυο παιδιά.

Έκτοτε πέρασαν τριάντα τόσα χρόνια

Δεν τον θυμόμουν καν.

Δεν ασχολούταν πλέον  με ανόητους και εμμονικούς .

Κατά ένα περίεργο τρόπο ο γιός του διορίζεται σε (άλλη μια) δημόσια υπηρεσία .

Παντρεύεται και η κόρη με κάποιον που αγάπησε και που , όλως τυχαίως δούλευε και αυτός σε μια δημόσια υπηρεσία.

Ανεβαίνει ιεραρχικώς και παίρνει και δάνειο.

Το πορτοφόλι του είναι γεμάτο κάρτες.

Χτίζει σπίτι 350 τετραγωνικών μέτρων «για νάχουν και τα παιδιά ένα κεραμίδι».

Το ισόγειο είναι γκαράζ, αποθήκη και εργαστήριο.

Στον πρώτο το σαλόνι , η κουζίνα, το γραφείο του, και δύο καμπινέδες με λεκάνες και πλακάκια  πανάκριβα.

Στον δεύτερο τρία υπνοδωμάτια , καθιστικό και άλλα δύο μπάνια.

Ακολουθεί η σκάλα που οδηγεί στην ρομαντική σοφίτα με άλλο ένα μπάνιο.

Φαίνεται ότι σε αυτό το σπίτι είχαν όλοι μονίμως διάρροια.

Κάποια μέρα με θυμήθηκε και με κάλεσε «για καφέ».

Καθίσαμε στο σαλόνι.

Το είδα να κοιτάει σκεφτικός και συνοφρυωμένος το πάτωμα .

Νόμιζα ότι τον απασχολούσε ακόμα «η επανάσταση και οι συνθήκες που αργούν να ωριμάσουν».

Τελικά μου αποκάλυψε ότι τον απασχολούσαν οι κακοτεχνίες του «Πλακά».

«Βάλε το χέρι σου εδώ»  μου λέει.

Έπεσα στα γόνατα και χάιδευα τα πλακάκια.

« Μαστόροι! Σου λέει ο άλλος!»

Πέρασαν σαράντα χρόνια και δύο μήνες πριν πάρει σύνταξη κάτι τονε τσίμπησε και αποφάσισε να επαναστατήσει.

«Δεν βαριέσαι! Αλλάζουν οι άνθρωποι.»  μου έλεγαν.

Τώρα γυρνάει στους δρόμους και στα καφενεία και αφηγείται την ιστορία μια ζωής από την οποία απουσιάζουν σαράντα χρόνια.

Από τα είκοσι πηδάει ξαφνικά στα εξήντα.

Έγινε και στέλεχος του κόμματος (του κυβερνώντος βεβαίως).

«Πρέπει να τροποποιηθεί και ο νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας».

Αυτές τις ώρες είναι σε αναμμένα κάρβουνα.

Να πάει με τους «ρεαλιστές» η να πάει με τους «προδομένους».

Έχει δύο ομιλίες έτοιμες, μία για κάθε περίπτωση.

Νομίζω ότι τελικά θα επιλέξει τους «προδομένους».

Είναι καλύτερα έτσι.

Θα  γυρνάει στις πλατείες και θα δηλώνει προδομένος  και απογοητευμένος (ώστε να μην κινδυνεύει και από με νέα εγχειρήματα».

Θα γράψει και τα απομνημονεύματα του.

Ας ελπίσουμε ότι δεν θα μας αναθέσει να στήσουμε και τον ανδριάντα του στο σταυροδρόμι της Ιστορίας.