Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΑΣΣΟΠΗΤΡΑ



Την γνώρισα όταν πρωτόρθα στο Νησί. Μέναμε δίπλα δίπλα. Μας χώριζε ένα μοροφίντο.
Τα σπίτια μας ήταν μόνα μέσα σε μια κατάφυτη περιοχή κοντά στην Πόλη με μια κοινή  αυλή.
Ο Γιός της ο Σπύρος έβγαινε τα μεσημέρια του καλοκαιριού –τότε θάταν  οχτώ χρονώ- να κάνει το μάθημα της μουσικής στην αυλή. Στέκονταν στην μέση της αυλής με μόνη του περιβολή ένα ξεχειλωμένο και λαδωμένο σλιπάκι .
 Έπαιρνε πόζα και ξεκίναγε να παίζει με το βιολί του ασταμάτητα  το μι  καντίνι . Μπροστά του  ερχόταν και καθόταν στα πίσω του πόδια ο Μάρκος , σήκωνε το κεφάλι του προς τον ουρανό και έβγαζε ένα ουρλιαχτό  σαν του Λύκου.
Ο Μάρκος ήταν ένα τεράστιο κοκκινοτρίχικο αλητόσκυλο  που τόφερε μια μέρα η Μαρία από την  Πόλη. Ζούσε ελεύθερο στην ανοιχτή αυλή, αλήτευε στη γύρω περιοχή, αγαπούσε την  κλασική μουσική και μισούσε θανάσιμα τους υπαλλήλους της ΔΕΗ που ερχόταν να μετρήσουν το ρεύμα του ρολογιού.  Εξαιτίας του είχαμε δύο χρόνια να πληρώσουμε ρεύμα (μέχρι που μας το  κόψανε από την κολόνα).
Από μέσα ακουγόταν  η  αυστηρή φωνή του Κώστα του πατέρα του:  «Σπύρο η άλλαξε νότα η πήγαινε στην Πυλίδα να κάνεις το μάθημα σου».
Περισσότερο μου άρεσε η  κόρη τους  η Αννούλα  όταν έβγαινε στην αυλή και τραγουδούσε. Η φωνή της ήταν σαν γάργαρο νερό . Γαλήνευε η ψυχή μας.
Σήμερα είναι μια  από τις καλύτερες τραγουδίστριες της Κέρκυρας.
Είχαμε και έναν κακό γείτονα , τον Ράμπο, που  έφτιαχνε μια τεράστια οικοδομή  πιο κάτω.
Ένα πρωί  ακούμε τους δίπλα που είχανε τις ερωτικές τους περιπτύξεις .. καταλαβαίνεται …αχχχ   ωωωωωχ! Καιταλοιπά.
Ετοιμάζομαι  να φύγω για την δουλειά και ξαφνικά ακούω νευρικά και δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Ανοίγω και βλέπω πρωί -πρωί μπροστά μου τη σκατόφατσα του Ράμπο.
-«Παρακαλώ  τι θέλετε?»
-«Να μαζέψεις αυτό το κοπρόσκυλο που μας κουβάλησες εδώ γιατί  έρχεται και χέζει  στην άμμο της οικοδομής και κοσκινίζουμε κάθε μέρα».
-«Μην συνεχίζετε  – του λέω- ο Σκύλος είναι του δίπλα».
Χωρίς να ζητήσει συγνώμη πηγαίνει και χτυπάει κατά τον ίδιο τρόπο την πόρτα της Μαρίας.
Κρατιέμαι να μην γελάσω και περιμένω.
Βγαίνει η Μαρία στην πόρτα τυλιγμένη με το σεντόνι σαν αρχαία Συβαρίτισσα.
-«Τι θέλεις ορέ?» του λέει
-«Να μαζέψεις αυτόν τον κοπρίτη που μας έφερες εδώ γιατί…..»
-«Άμε με φάε σκατα  ορε  κούταυλε »  του απαντάει.
-«Σε ποιόν είπες να πάει να φάει σκατά μωρή χωριάτσα»  Αντιτείνει αυτός .
Τότε βγαίνει ο Κώστας , φορώντας ανάποδα το σώβρακό του, και με μια εναέρια βουτιά που θα την ζήλευε και  ο Μπάτμαν  τον αρπάζει και τον αρχίζει στο ξύλο.
Έφυγε ο Ράμπο δαρμένος και δεν μας ξαναενόχλησε.
Η Μαρία και ο Κώστας έβγαζαν  πάντα το ψωμάκι τους πουλώντας δίσκους στο μικρό δισκοπωλείο που έχουν. Ο Κώστας είναι εξαιρετικός γνώστης της Ελληνικής μουσικής και συλλέκτης παλαιών δίσκων. Η Μαρία  έχει την  εξαιρετική  ικανότητα να προωθεί το εμπόρευμα  με έναν μοναδικό τρόπο.
 Έρχεται ο Ηπειρώτης οικοδόμος  που ήταν παντρεμένος με μια «Κερκυραία τσαπερδόνα»  και  με την οποία μόλις χώρισε.
 Έχει ύφος «ζητώ ακρόαση θεού και αλλαγή πλανήτη».
Τον περιλαβαίνει η Μαρία και τονε περνάει πρώτα από « ξομολόηση». Αφού τα μαθαίνει όλα , του κάνει μια επιλογή τραγουδιών ακριβώς για την περίπτωσή του.
Όποιον Ηπειρώτη τον απατήσει  κερκυραία , δεν πάει σε δικηγόρο , πάει στη Μαρία.
Η Μαρία αγαπάει τους φτωχούς , τους  προδομένους, τους ασκόπως περιφερόμενους, τους βιοπαλαιστές και τους αδέσποτους σκύλους.
Ήρθε και στην  διαδήλωση.
-«Εδώ είμαι»  μου λέει.
-«Το ξέρω» απαντώ.
Με έπιασε αλαμπρατσάντε …στο χέρι της κρατούσε ένα σκουπόξυλο και πάνω είχε καρφώσει ένα κομμάτι πανί κόκκινο προς κεραμιδί.
-«Δεν είχα άλλο ..είναι από ένα παλιό σεντόνι του Πίπη μου».  Μου δικαιολογήθηκε.

Επιτέλους ξαναγίνονται οι σημαίες μας κόκκινα κουρέλια που τα κρατούν στα χέρια τους φτωχοί άνθρωποι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: