Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Armolino (Σαν ξένοι πάνω σε σανίδες)

 Άκουσα το «Αρμολίνο»   για πρώτη φορά όταν ήμουν εννιά χρονών.

Με είχε πάει ο πατέρας μου να μάθω μαντολίνο  στην Άνω Δάφνη  , στην «Κερκυραϊκή χορωδία Αθηνών».

Ακούγεται  βαρύγδουπο αλλά η «Κερκυραϊκή χορωδία και μαντολινάτα Αθηνών» στεγαζόταν στο δυάρι του μαέστρου μας.

Με έβαλε σε ένα σκαμπό στο  στενό διάδρομο .

Θα έπρεπε να παίζω ασταμάτητα τρέμολο  το Μι  καντίνι.

Μέσα κάνανε πρόβα οι μεγάλοι της χορωδίας.

Κάθε που ο μαέστρος έκανε πρόβα τους πριμοσεκόντους βγαίνανε στο διάδρομο οι βαρυτονόμπασοι και με ποδοπατούσαν.

Θυμάμαι που όταν βαριόμουν το ίδιο και το ίδιο άρχισα να παίζω ότι μουρχώτανε.

Με ξεχώριζε μέσα στην φασαρία και τις φωνές και έβγαινε έξω νευριασμένος .

«Δε σούπα ωρέ  το Μι καντίνι; Τι παίζεις αυτού. Άμα το ξανακάνεις θα το βάλω κάτω και θα το πατήσω.»

Τότε λοιπόν ήταν που τους άκουσα  για πρώτη φορά να τραγουδάνε το «Αρμολίνο».

Δεν καταλάβαινα τίποτα. Η γλώσσα ήταν απολύτως ακατανόητη.

Αφού και γειτόνοι από τα διπλανά σπίτια αναρωτιόνταν «Μα τι τραγουδάνε αυτοί οι άνθρωποι εκεί μέσα.»

Ρώτησα τον πατέρα μου.

«Τίποτα  δεν τραγουδάνε. Πρόκειται για ένα πολύ παλιό τραγούδι που το τραγουδάγανε οι μεθυσμένοι στις ταβέρνες . Ακαταλαβίστικα λόγια ... Θυμάμαι από τον πάππου σου.»

Πέρασαν τα χρόνια και το αίνιγμα του «Αρμολίνο» έμεινε άλυτο.

Κάποια φορά το ξανάκουσα στην Κέρκυρα.

Σκέφτηκα να επιχειρήσω να το αποκωδικοποιήσω αλλά στο βάθος  σκεφτόμουν ότι μπορεί όντως να ήταν λόγια μεθυσμένων.

Ιταλικά δεν ήταν σίγουρα παρόλο που μερικές λέξεις έμοιαζαν. Ωστόσο δεν υπήρχε και ειρμός.

Προσπάθησα πολλές φορές να το μεταφράσω χωρίς αποτέλεσμα .

Παραλίγο θα είχα εγκαταλείψει την προσπάθεια.

Τότε έμαθα για την ύπαρξη ενός καλογέρου στο μοναστήρι των Καπουτσίνων που ήταν από κάποιο χωριό της Βενετίας και ήξερε καλά την διάλεκτο των Βενετσιάνων.

Θα έκανα και αυτή την προσπάθεια και αν δεν είχε αποτέλεσμα θα σταματούσα .

Ο Μοναχός με υποδέχτηκε με επιφύλαξη.

Μάλλον θα φαντάστηκε ότι η μετάφραση θα αφορούσε σε κάποιο  παλιό έγγραφο σχετικά με κάποια ιδιοκτησία και δεν ήθελε να ανακατευτεί.

Τελικά τον έπεισα να το κοιτάξει.

«Δεν είναι ακριβώς Ενέτικα . Υπάρχουν πολλές λέξεις μεν αλλά υπάρχουν και άλλες παραποιημένες . Ακόμα υπάρχουν και μερικές Ελληνικές.»

«Αρμολίνο σημαίνει χαϊδευτικά το πλήρωμα κάποιου πλοίου η κάποιας αρμάδας πλοίων . Τα χρόνια εκείνα τα πλοία ταξίδευαν σε αρμάδες για ασφάλεια.»

Συνέχισε ο Μοναχός να μου εξηγεί.

«Μιλάει για πεντακόσια άτομα που δούλευαν  σε κάποια αρμάδα πλοίων κάτω από άθλιες συνθήκες ..,…  Armolino sordito, cinque cento sareto…»

Και παρακάτω … « Armolino tersi mai, privi , soli, alegri mai..” δηλαδή  ζουν σε άθλιες συνθήκες και δεν είναι ποτέ χαρούμενοι.»

… «Σαν μονομάχοι , με μόνη παρηγοριά την αγάπη και την αλληλεγγύη μας…»

 «..Ορίστε εδώ λέει ότι «είμαστε και κατεργάρηδες, όμως,  τα καταφέρνουμε να πάρουμε και δεύτερη μερίδα»…»

Κοίταζα τον μοναχό με κομμένη την ανάσα.

Δεν καταλάβαινε ότι  θα έπρεπε να ήταν ο πρώτος που μετά από αιώνες ξεκλείδωνε  το μυστικό.

Προφανώς επρόκειτο για ένα τραγούδι αγνώστου συνθέτη που αναφερόταν στα πληρώματα των εμπορικών πλοίων μιας άλλης εποχής που  διέσχιζαν την Αδριατική και την Μεσόγειο με πανιά μεταφέροντας εμπορεύματα.

… «και τότε μας μπαίνει μια τρελή ιδέα..» συνεχίζει ο μοναχός.

.. «βουλιάζουμε τα πλοία στα σκοτεινά βάθη και βγαίνουμε στην στεριά ως ξένοι πάνω σε σανίδες..»

..και αυτό δεν είναι «san»  αλλά «σαν»… Ελληνικό ….»

…¨ούτε αυτό είναι «Se» αλλά «Σε» … επίσης Ελληνικό…»

..  «Σαν uno foreste σε tavolare….»

 

Τον ευχαρίστησα ανακουφισμένος.

Νόμιζα ότι και αυτή η απόπειρα θα ήταν άκαρπη.

Ο Γέροντας  με συνόδευσε  μέχρι την πόρτα του μοναστηριού.

Κρατούσα στο χέρι μου ένα τραγούδι αιώνων.

Ένα τραγούδι που αφού περιπλανήθηκε σε θάλασσες , σε λιμάνια και σε ωκεανούς , βγήκε  στην στεριά πάνω σε σχεδία και συνέχισε το ταξίδι του ανά τους αιώνες.

Σε  αποπνιχτικές ταβέρνες του χειμώνα.

Σε χωράφια του καλοκαιριού.

Σε  προαύλια εκκλησιών.

Σε καντάδες των ερωτευμένων  και σε συναυλίες χορωδιών.

Βγήκα στον δρόμο.

Αυτοκίνητα , νταλίκες, ασθενοφόρα , και σειρήνες περιπολικών.

Μόλις έχει τελειώσει και η γιουροβίζιον.

Το Αρμολίνο αδιαφορεί και συνεχίζει το ταξίδι του ως ξένος πάνω σε σχεδία.

Σε μια εποχή που είναι της μόδας  τραγούδια για το τίποτα γραμμένα.

 

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Μία ερωτευμένη πυγολαμπίδα.

 Παλιά της πυγολαμπίδες τις λέγαμε «Κωλοφωτιές» .

Ακόμα παλαιότερα  λατρευόταν η  «Αφροδίτη Καλλίπυγος».

Σαν να λέμε σήμερα «η Θεά με τον ωραίο κώλο».

Σήμερα , στην εποχή της προελαυνούσης Woke Κουλτούρας  εάν  τολμήσεις να  ξεστομίσεις κάτι τέτοιο θα καταγγελθείς τουλάχιστον ως «σεξιστής» και θα καταλήξεις στην ιερά εξέταση του λεγόμενου δικαιωματισμού.

Άσε που μπορεί να σε αφορίσει και κανένας Δεσπότης.

Τέτοιες μέρες λοιπόν , όπως κάθε χρόνο, ετοιμάζονται οι πυγολαμπίδες για τον ξέφρενο χορό τους στα σκοτεινά δάση.

Κουνάνε ασταμάτητα την φωτισμένη τους  «πυγή»  και τα δάση μετατρέπονται σε κλαμπ  αλλοφρόνων χορευτριών και χορευτών.

Παλαιότερα είχα γράψει ένα παιδικό παραμύθι  για μια ερωτευμένη πυγολαμπίδα.

Το  έχασα σε κάποιο update και δεν το θυμάμαι ακριβώς.

Είναι αδύνατον,  νομίζω,  να ξαναγράψεις το ίδιο παραμύθι δύο φορές διότι, ως γνωστόν,  άλλος το έγραψε την πρώτη φορά και άλλος την δεύτερη.

Η ερωτευμένη πυγολαμπίδα, λοιπόν,  ένοιωθε μια γοητεία  για την φωτισμένη τρύπα στην μέση του σκοτεινού δάσους που οι άνθρωποι την λέγανε χωριό.

Την ίδια γοητεία νοιώθουν και οι άνθρωποι για τις μαύρες τρύπες του διαστήματος  όπου εκεί, καθώς λένε,  δεν ισχύουν οι φυσικοί νόμοι που ξέρουμε και δεν υπάρχει  ο χώρος και ο χρόνος.

Ακριβώς όπως εμάς μας βασανίζει η περιέργεια  για το τι συμβαίνει σε μια μαύρη τρύπα  έτσι και η μαγεμένη ( και ερωτευμένη)  πυγολαμπίδα ήθελε να πάει στην φωτισμένη τρύπα που οι άνθρωποι την λέγανε χωριό.

Ματαίως προσπαθούσαν να την αποτρέψουν οι υπόλοιπες λέγοντάς της ότι αυτό το μέρος είναι καταραμένο και ότι  εκεί   μέσα χάνεται το φώς σου και, ως εκ τούτου,  χάνεις και όλες σου τις δυνάμεις .

Η μαγεμένη (και ερωτευμένη)  πυγολαμπίδα  δεν άκουγε τίποτα.

Διέσχισε μοναχή της το δάσος και έφτασε στην φωτισμένη τρύπα που οι άνθρωποι την λέγανε χωριό.

Μόλις μπήκε μέσα τάχασε.

Ξαφνικά βρέθηκε μέσα  σε μια ατελείωτη θάλασσα φωτός .

Ακόμα και στον ουρανό υπήρχαν τεράστιες μπάλες που έριχναν ασταμάτητα κύματα  φωτός  και που οι άνθρωποι τις έλεγαν «λάμπες δημοτικού φωτισμού».

Τριγύρναγε χαμένη στον ωκεανό του φωτός.  

Κατάκοπη  και τρομαγμένη  γαντζώθηκε από τα βράχια μιας  κάτασπρης έρημου που δεν υπήρχαν καθόλου δένδρα  και που οι άνθρωποι την λέγανε «τοίχος σαγρέ».

Περίμενε εκεί μην ξέροντας τι να κάνει.

Ξάφνου πέρασαν τρείς άνθρωποι και τους άκουσε που λέγανε ότι θα πάνε βόλτα  στο σκοτεινό δάσος.

Τους ακολούθησε και μετά από λίγο ξαναβρέθηκε επιτέλους έξω  από την φωτισμένη τρύπα.

Οι άλλες πυγολαμπίδες τρέξανε να την υποδεχτούν  και να μάθουν τα όσα είδε.

Την άκουγαν με ανοιχτό το στόμα.

Ύστερα από όλα αυτά και όπως πως συμβαίνει πάντα,  συνέχισαν τον ασταμάτητο ανοιξιάτικο χορός τους.

‘Έμοιαζε με έναν χορό χωρίς αρμονία.

Τυχαίες φωτεινές διαδρομές μέσα στα σκοτάδια του δάσους.

Ήταν τότε που οι τρείς φίλοι μαγευτήκαν από τον φαινομενικά ακατανόητο χορό   των πυγολαμπίδων και άρχισαν το δικό τους τραγούδι.

Αμέσως συνέβη το αναπάντεχο . 

Σαν μια μάγισσα να άγγιξε το σύμπαν με το ραβδί της , ο στροβιλισμός των φωτισμένων πυγολαμπίδων εναρμονίστηκε με το τραγούδι.

Ήταν ένα θέαμα που όμοιο του δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια των ανθρώπων.

Στην κορυφή του χορού  η μαγεμένη (και ερωτευμένη) πυγολαμπίδα  του παραμυθιού μας ως πρίμα μπαλαρίνα.

Υπάρχουν και στις φωτισμένες τρύπες ανάλογα  κλαμπ ερωτικών χορών με φωτισμένες πυγολαμπίδες αλλά δεν είναι το ίδιο.

Όσο ο χορός των πυγολαμπίδων εναρμονιζόταν με το τραγούδι των τριών φίλων τόσο και το τραγούδι γινόταν περισσότερο μαγικό από ποτέ.

Αυτό συνέβαινε , λένε οι μάγισσες , διότι  ο  χορός των πυγολαμπίδων δεν είναι μόνο ένας χορός του έρωτα.

Είναι κάτι ακόμα περισσότερο.

Ετούτο έμοιαζε περισσότερο με ταγκό.

Ήταν  ο χορός των σχέσεων στην ζωή .

Λίγοι μπορούν να τον  χορέψουν.

Δεν ακούν τα μαθήματα του χορού στην σχολή.

Δεν αρκεί η μαθηματική αρμονική κίνηση των μετρημένων  βημάτων .

Χρειάζεται  ακόμα περισσότερο η διαίσθηση.

Πριν κάνει την κίνηση του ο ένας πρέπει να μπορεί να το διαισθανθεί ο άλλος και να ανταποκριθεί ανάλογα.

Αλλιώς θα ποδοπατηθούν.

Καθώς φαίνεται μέσα στο σκοτάδι,  η μαγεμένη (και ερωτευμένη)  πυγολαμπίδα,   το ξέρει.

Γιαυτό λάμπει περισσότερο από όλες.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Η Ιστορία της Ροντινέλας

 Είχα την τύχη να γνωρίσω την μάνα της Ροντινέλα καθώς και τον πατέρα της.

Έφτιαξαν πρώτοι φωλιά στην ξεχυτή του σπιτιού μου.

Λέω: «Του δικού μου σπιτιού»  ενώ κανονικά θα έπρεπε να λέω: «Του σπιτιού μας» μιας και  τα χελιδόνια θεωρούν δικό τους σπίτι την φωλιά που φτιάχνουν οι πρόγονοι τους.

Γυρίζουν δε πάντα  κάθε άνοιξη σε αυτήν ακριβώς την φωλιά.

Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο μετά από ένα ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων.

Η Ροντινέλα, η κόρη τους ,  γέννησε  τέσσερα  χελιδόνια  και τα μεγάλωσε μαζί με τον συνοδό της.

Λέω «συνοδό» διότι ως γνωστόν, στο κόσμο των χελιδονιών  δεν υπάρχει η έννοια του πατέρα.

Συμμετέχει μεν αλλά ερασιτεχνικά ως συνοδός .

Καθόμουν , λοιπόν ,  στον μπότζο μου και παρακολουθούσα το ασταμάτητο πήγαινε- έλα για το καθημερινό τάισμα.

Εκείνες τις μέρες διάβαζα , θυμάμαι,  τις «Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής».

Η Ροντινέλα συνέχιζε το αγωνιώδες πήγαινε έλα για το τάισμα των παιδιών.

Όταν μεγαλώσανε αρκετά τα άφησε νηστικά για δύο-τρείς μέρες και μετά φτερούγιζε έξω από την φωλιά καλώντας τα να πετάξουν.

Διστάζανε διότι δεν είχαν ξαναπετάξει και το ύψος ήταν μεγάλο.

Τα τρία πρώτα τα καταφέρανε.

Το τέταρτο έπεσε κάτω.

Του ρίχτηκε ένας γάτος της γειτονιάς.

Του πετάω το βιβλίο και τον πετυχαίνω στο κεφάλι.

Ο γάτος , βέβαια, δεν έπαθε τίποτα και το χελιδονάκι τοποθετήθηκε ξανά στην φωλιά για το επόμενο άλμα του προς την ζωή.

Έτσι εξηγείται από τότε και  το μίσος των γάτων της περιοχής για την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία .

Τον Σεπτέμβρη έφυγε και η Ροντινέλα μαζί με την οικογένεια.

Πριν φύγει συνηθίζει να κάνει ατελείωτους κύκλους στον αέρα .

Είναι σημάδι ότι ετοιμάζεται για το ταξίδι.

Ξαφνικά ένα πρωί βγαίνεις έξω και δεν υπάρχει ψυχή .

Κάτι σε σφίγγει στο πέτο.

Σαν να μην έφτανε η μελαγχολία του Φθινοπώρου φεύγουν και οι συγκάτοικοι.

Του χρόνου τέτοιο καιρό ξανάρθε.

Έτσι γνωριστήκαμε καλύτερα.

Της  έλεγα  διάφορα της καθημερινότητας όπως για παράδειγμα ότι «με πονάει ο αγκώνας μου με την όστρια»  , «τι να κάνω για φαγητό το μεσημέρι»  η για «αυτόν το αναίσθητο που παρκάρει όπου βρει».

Με άκουγε  με επιφύλαξη χωρίς να απαντάει.

Περνάει  ένας φίλος γιατρός.

-«Καλημέρα …μιλάς στο κινητό;»

-«Όχι γιατρέ μου … μιλάω στα χελιδόνια.»

-«Δεν είναι σοβαρό. Θα ανησυχήσουμε όταν θα αρχίσουν να σου μιλάνε αυτά.»

Η Ροντινέλα όταν ξεθάρρεψε άρχισε να μου λέει και αυτή για τα δικά της .

Μου μιλούσε για τα ταξίδια της από το Αλγέρι.

Για τους συναγωνισμούς με τα δελφίνια στην θάλασσα.

Για  εκείνο τον ξερότοπο, την Μάλτα, που δεν υπάρχει που να ακουμπήσεις  γιατί βάζουν παντού σιδερένια καρφιά.

Για τις απέραντες αμμουδιές του Βούα και τα βουνά του Ασπρομόντε.

Ύστερα στο  Ότραντο για ξεκούραση μερικές μέρες και μετά απέναντι στους Οθωνούς και την Κέρκυρα.

-«Αλήθεια εσείς τον χειμώνα τι κάνετε;»

-«Μένουμε εδώ.»

-«Γιατί δεν ταξιδεύετε σε πιο ζεστά μέρη;»

-«Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε.  Άλλοι λένε ότι σημασία έχει ο προορισμός και όχι το ταξίδι με αποτέλεσμα να μην κουνιούνται και άλλοι λένε ότι σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός με αποτέλεσμα  να μην φτάνουν ποτέ πουθενά.»

Δεν με κρίνει από ευγένεια αλλά το αισθάνομαι ότι από μέσα της θα σκέφτεται: «Βρέ που μπλέξαμε!».

Πέρσι η Ροντινέλα δεν ήρθε.

Μακάρι να μην πέθανε στο ταξίδι από την κούραση.

Μάλλον θα πέθανε κάπου στο Αλγέρι την ώρα του ύπνου.

Νομίζω ότι  τα χελιδόνια θα πρέπει να νομίζουν ότι είμαι αιώνιος γιατί κάθε άνοιξη με βλέπουν εδώ.

Πέρσι ήρθανε τα παιδιά της .

Έφτιαξαν  φωλιές στα γύρω σπίτια.

Πιθανόν να μην αντέχουνε την πολυλογία μου.

Μπορεί ακόμα να είναι και εκείνη η τραυματική παιδική εμπειρία  τότε που γλύτωσαν από του γάτου τα δόντια.

Μπορεί ακόμα να ήθελαν να κάνουν μια δική τους αρχή.

 

Έτσι λοιπόν το πατρικό τους ερήμωσε.

Μπορεί φέτος να ρθούνε τα εγγόνια της και να συμμαζέψουν την φωλιά.

Συμβαίνει καμιά φορά.  

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Τότε που κλονίστηκε η πίστη μου

Το ταξίδι Θεσσαλονίκη – Ηγουμενίτσα-Κέρκυρα   είχε γίνει πλέον πολύ βαρετό.

Τόσες φορές που πήγα και γύρισα είχα μάθει τον δρόμο τόσο καλά που μερικές φορές οδηγούσα με κλειστά τα μάτια στην κυριολεξία.

Μια από αυτές τις φορές είπα να ακολουθήσω μια εναλλακτική διαδρομή.

Θα αναρωτηθεί κανείς : «υπάρχει τέτοιος δρόμος;» .

Και όμως υπάρχει.

Στην διασταύρωση της Σιάτιστα , την τελευταία στιγμή,  έστριψα προς Νεάπολη  σαν κάποιο  αόρατο χέρι να με έσπρωχνε προς αυτή την κατεύθυνση.

Η Νεάπολη είναι μια μικρή βαρετή κωμόπολη με ένα κεντρικό δρόμο με μερικά μαγαζιά  αριστερά και δεξιά του δρόμου που σε παραπέμπει σε ταινία  της άγριας Δύσης.

Μετά την Νεάπολη αρχίζουν τα ωραία.

Ο δρόμος για το ορεινό Πεντάλοφο   είναι μεν ανηφορικός και όλο στροφές αλλά το τοπίο σε αποζημιώνει.

Καθώς ανέβαινα τις ατελείωτες στροφές σκεφτόμουν ότι τα λεφτά που μου είχαν απομείνει δεν θα έφταναν για να περάσω με το φέριμποτ  από την Ηγουμενίτσα.

Συν τοις άλλοις  είχα αρχίσει να πεινάω και εκεί επάνω στα βουνά δεν υπήρχε ψυχή ζώσα.

Σταμάτησα για κατούρημα και  μέτρησα και τα λεφτά που μου είχαν μείνει.

Δεν φτάνανε με τίποτα.

Μου έλειπε ένα εικοσάρικο για να μπω αξιοπρεπώς στο πλοίο  και να πιώ και ένα καφέ.

Στην κορυφή στο Πεντάλοφο βλέπω το μοναδικό σημείο ζωής  σε όλη την διαδρομή.

Μια έρημη καντίνα  στην άκρη του γκρεμού.

Αφού δεν φτάνανε , που δεν φτάνανε τα λεφτά , αποφάσισα να φάω ένα σάντουιτς να ξεγελάσω την πείνα μου.

Ο καντινιέρης μου έφτιαξε ένα  γιγαντιαίο   σάντουιτς με μισή μπαγκέτα , τεράστιο χωριάτικο λουκάνικο γιομάτο λάδια , κρεμμύδια, ντομάτα και μπόλικο κοκκινοπίπερο.

Μόλις πάω να πατήσω την πρώτη δαγκανιά νάσου και ξεπροβάλει πίσω από την καντίνα ένας μισομεθυσμένος.

Καθόταν σε ένα μικρό τραπεζάκι και έπινε μπύρες  .  Μέτρησα πέντε-έξι κουτάκια.

-«Από πού είσαι εσύ ρε λεβέντη;»

-«Από την Κέρκυρα» του απαντώ.

Γουρλώνει τα μάτια του και μου λέει:

-«Εσένα έψαχνα! Σε στείλε ο Άγιος Σπυρίδωνας!»

-«Είσαι σίγουρος;»  του λέω .

-«Έχω κάνει τάμα να ανάψω ένα κερί στον Άγιο Σπυρίδωνα… Ορίστε κάνε μου την χάρη και μόλις πάς στην Κέρκυρα πήγαινε και άναψε ένα κερί.»

Βγάζει ένα εικοσάρικό και μου το δίνει.

Μένω σύξυλος.

-«Ρε φίλε δώστα σε κανέναν άλλο εγώ δεν είμαι και τόσο θρήσκος.»

-«Όχι πάρε τα…. που θα βρω άλλον…. και άμα δεν πάς εσύ δώστα να το ανάψει η μάνα σου η κάποιος άλλος.»

Πήρα τα λεφτά και έφυγα.

Στο δρόμο  έκανα ανακεφαλαίωση: «Εγώ ένας συνεπής απόγονος άθεων γενεά προς γενεά   βγαίνω χωρίς σκέψη από τον δρόμο και ακολουθώ μια διαδρομή ορεινή και μακρινή που δεν υπάρχει ψυχή ζώσα.  Στην κορυφή του βουνού συναντάω τον μοναδικό άνθρωπο και μου δίνει όσα λεφτά μου έλειπαν για να περάσω απέναντι. Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να σου συμβεί;»

Κατέβαινα τις ατελείωτες  στροφές προς Κόνιτσα άλλες φορές γελώντας και άλλες  κάνοντας μαθηματικούς υπολογισμούς για να βρω πόσες πιθανότητες υπάρχουν για να μου συμβεί αυτό που μου συνέβη.

Το πάλευα ορθολογιστικά αλλά κάποια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου και η περίπτωση του θαύματος.

Λές !;

Με το ένα χέρι οδηγούσα και με το άλλο κρατούσα το σάντουιτς.

Σε μια στροφή πέταλο , την τελευταία στιγμή,  απέφυγα τον γκρεμό του Ιρασιοναλισμού .

Επανήλθα στο  σάντουιτς το οποίο  ήταν τόσο μεγάλο που το τελείωσα κάπου στο Καλπάκι.

Έφτασα επιτέλους και , μετά την  δίαιτα  με κεμπάπ  μπουγάτσες και λιπαρά λουκάνικα ,  ετοίμασα μια καρμπονάρα με μπόλικο γκουαντσιάλε για να επανέλθω στην κανονική μου ζωή.

Ρουφάω την μακαρονάδα μου δεχόμενος ένα καταιγισμό διαφημίσεων για πρωκτοσυναλάρ, πάνες ακράτειας, και υπέρ απορροφητικές σερβιέτες.

Περιμένω με ανυπομονησία να τελειώσουν  διότι συνήθως ακολουθεί μια άκρως ενδιαφέρουσα εκπομπή με έναν γιατρό που, την ώρα του φαγητού,  θα μας εξηγήσει  με λεπτομέρειες την νέα πρωτοποριακή μέθοδο λαπαροσκοπικής εγχείρησης για καρκίνο του παχέως εντέρου.

Την επόμενη μέρα ψάχνω  να βρω κάποιον να πάει να ανάψει το κερί στον Άγιο Σπυρίδωνα.

Δεν υπήρχε κανείς διαθέσιμος .

 Άσε που με κοιτάζανε καλά-καλά με ύφος «Καλά τι έπαθε ετούτος εδώ;»

Με τούτα και με κείνα μάθανε πολλοί ότι ψάχνω κάποιον να τον στείλω να ανάψει το κερί.

Ένα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο.

-«Ποιος είναι παρακαλώ.»

Από το υπερπέραν ακούγεται μια φωνή βαθειά και μπάσα.

-«Εδώ Άγιος Σπυρίδωνας…. θα έρθετε επιτέλους να ανάψετε εκείνο το κερί;»

Γελάσαμε με την καρδιά μας .

Ωστόσο έπρεπε να τηρήσω την υπόσχεση μου στον μεθυσμένο και θεοσεβούμενο  κτηνοτρόφο με κάθε τρόπο .

Μην βρίσκοντας κανέναν να στείλω  δεν μου έμενε άλλη επιλογή από το να πάω να το ανάψω  εγώ ο ίδιος.

Πώς να πάω όμως στον Άγιο;

Αν με έβλεπε κανένα μάτι τι θα έλεγα;

Εγώ ο πατριάρχης του αθεϊσμού να πηγαίνω να ανάψω κερί στον Άγιο;

Γίνονται τέτοια πράματα;

Έριξα τα μούτρα μου  και πήγα νύχτα από κανιζέλα σε κανιζέλα φορώντας καπέλο  και τυλιγμένος με κασκόλ.

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Το γεωτρύπανο

Οι συνηθισμένοι σεισμοί μπορεί να προκαλέσουν ανησυχία η ακόμα και καταστροφικές ζημιές.

Υπάρχουν, όμως , πολύ σπάνια, σεισμοί που μπορούν, εκτός των άλλων ,  να αλλάξουν το χωροχρόνο. 

Ένας τέτοιος σεισμός έγινε πριν από  μερικά χρόνια στην Χιλή. 

Είχε ως συνέπεια να μετατοπίσει κατά τι τον άξονα περιστροφής της Γής με αποτέλεσμα να αλλάξει ελάχιστα και ο χρόνος . 

Είχε επίσης ως αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό των εργατών  στις στοές ενός ορυχείου  χαλκού σε βάθος ενός χιλιομέτρου.

Στην διάρκεια του σεισμού κατέρρευσε ένας ολόκληρος λόφος πάνω από την είσοδο.

Μην φαντασθείτε  κάποιο μικρό ορυχείο οπου κατάμαυροι εργάτες  σκάβουν με μια αξίνα σερνόμενοι στις στοές.

Εδώ επρόκειτο για μια ολόκληρη πολιτεία κάτω από το έδαφος.

Είχε αποθήκες τροφίμων, εστιατόριο, κουζίνες, αίθουσες ψυχαγωγίας , νοσοκομείο, καλά οργανωμένο φαρμακείο, κοιτώνες, καύσιμα , επαρκές δίκτυο εξαερισμού , αποθέματα νερού και όλα όσο χρειαζόταν  για να ζήσουν  οι εκατοντάδες εργαζόμενοι  αυτάρκεις σε βάθος εκατοντάδων μέτρων κάτω από την επιφάνεια της Γής.

Αμέσως οι αρχές της χώρας σήμαναν συναγερμό και συνεργεία ξεκίνησαν το έργο του απεγκλωβισμού.

Τι συνέβαινε όμως μέσα  στην υπόγεια πολιτεία;

Στην αρχή επικράτησε πανικός και αμηχανία μέσα στο απόλυτο σκοτάδι . 


Αργότερα λύγισαν οι πιο αδύνατοι .


Τρέλα, απόπειρες αυτοκτονίας , κατάθλιψη , επιθετικότητα, απελπισία.


Οι πιο ψύχραιμοι ανέλαβαν να οργανώσουν την ζωή για μια πολύχρονη επιβίωση κάτω από αυτές τις συνθήκες.

Συγκρότησαν συνέλευση και οριστήκαν επιτροπές  με προέδρους επιτροπών και μέλη.


Η διαχείριση των τροφίμων , η  κουζίνα και το συσσίτιο, η διαχείριση του νερού, η ψυχαγωγία  και η υγειονομία   και βέβαια η σημαντική Επιτροπή χρονοτήρησης.

Έπρεπε να ορισθούν η  ημέρα και η νύχτα και να τηρούνται αυστηρά  τα χρονοδιαγράμματα της καθημερινότητας .

Ακόμα έπρεπε να ορισθεί ο χώρος του  νεκροταφείου  και η τελετουργία της ταφής.

Ήταν ζήτημα επιβίωσης όλων και δεν επιτρεπόταν καμία παρέκκλιση.

Όλα με την δημοκρατική επίφαση που επιβάλλει μια ευνομούμενη κοινωνία. 

Η κοινωνία των εγκλωβισμένων έβρισκε τον ρυθμό της και προσαρμόστηκε γρήγορα στις νέες συνθήκες.

Έπρεπε να αντέξουν όσο το δυνατόν περισσότερο στις  νέες συνθήκες .

Έπρεπε να πιστέψουν ότι ήταν δυνατόν να σωθούν.

Πολλοί δεν το πίστευαν  , ούτε μπορούσαν να φαντασθούν ότι  θα έφτανε εγκαίρως η σωτηρία τους.

Άλλοι όμως το πίστευαν.

Τους είχαν διδάξει ότι έπρεπε να ελπίζουν και να πιστεύουν. Δεν γινόταν αλλιώς . Η ζωή μόνον έτσι μπορεί να συνεχίζεται.


Η αμφιβολία προκαλεί αναταραχή και τελικά κατάρρευση της πίστης.

Έτσι τους έλεγαν αυτοί που ξέρουν. 

Άλλοι , πιο ευέλικτοι, τους έλεγαν «να πιστεύεις αμφιβάλλοντας».

Όσοι δεν αρκούνταν στην προσαρμογή , τα «βράδια», που καταλάγιαζαν οι θόρυβοι της «ημέρας» , ακουμπούσαν το αυτί τους στα πέτρινα τοιχώματα και αφουγκραζόταν.

«Η ακοή αυτών,  κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών, ταράττεται.

Η μυστική βοή τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.

Και την προσέχουν ευλαβείς.

Ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.» *

Το γεωτρύπανο της Ιστορίας , παρόλα αυτά , συνέχιζε επί εικοσιτετραώρου βάσεως την περιστροφή του.

Έτσι συμβαίνει, άλλωστε, πάντα.

Όταν, πλέον, ήταν φανερό και στους πλέον δύσπιστους ότι η δίοδος ανοίγει, σε αντίθεση με ότι θα περίμενε κανείς ,επικράτησε ξανά πανικός , κατάθλιψη, επιθετικότητα.

Οι θεσμοί θα έπρεπε να διαλυθούν σε ελάχιστο χρόνο.

Ο διαχειριστής του φωτός , οι ελεγχόμενοι από αυτόν και οι συμμαχίες που είχε οργανώσει για να διατηρεί ακλόνητη την εξουσία του θα κατέρρεαν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. 

Η επιτροπή διαχείρισης τροφίμων θα έχανε  ξαφνικά τον λόγο ύπαρξης της.

Ο  επίτροπος της ψυχαγωγίας θα έπαυε να επιλέγει τις ταινίες που θα προβάλλονταν.

Η «επιτροπή χρονοτήρησης»   δεν θα είχε πλέον κανένα νόημα.

Ο πανίσχυρος πρόεδρος της «επιτροπής διαχείρισης  υδάτινων πόρων» θα ξαναγίνονταν σε ελάχιστα λεπτά ξανά ένας ασήμαντος εργάτης ορυχείου χαλκού.   

Όσο δύσκολο ήταν να προσαρμοστεί κανείς στην αρχή άλλο τόσο δύσκολο ήταν και να το ξανακάνει.


Μόλις το γεωτρύπανο εμφανιζόταν στην οροφή της στοάς Θα κατέρρεε όλη  η κοινωνική οργάνωση.

Επικράτησε ξανά πανικός , σύγχυση και αγωνία για την επομένη στιγμή.

Και επιπλέον, ποιος θα έβγαινε πρώτος για να δοκιμαστούν οι αντοχές του στο σοκ της προσαρμογής;

 

* Από το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Σοφοί δε προσιόντων»

 

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Αθανάσιος Δελάρτας

 Μεγάλη μορφή ο Θανάσης.

Όσο τον θυμάμαι ήταν σερβιτόρος  στο Λιστόν, στη μέση του δρόμου, όρθιος.

Ήτανε , λέει του «εξωτερικού» . Δεν μπορούσε να δουλέψει μέσα. Τον έπνιγαν οι κλειστοί χώροι.

Σερβιτόρος μια ζωή από τους παλιούς , τους ορθόδοξους , πάντα ετοιμόλογος και  ευφάνταστος .

Βαθιά Κέρκυρα.

Λαϊκό παιδί από ένα χωριό της Μέσης.

Δεν σέρβιρε απλώς . Έκανε δωρεάν ψυχοθεραπεία.

Εκεί  πηγαίναμε για ένα και μόνο λόγο , γιατί ήταν σερβιτόρος ο Θανάσης .

Μίλαγε πάντοτε σοβαρά και κοίταγε αλλού.

Το καλούσε η κυρία από το διπλανό τραπέζι και της έλεγε αυστηρά:

«Περιμένετε κυρία μου  να τελειώσω την κουβέντα μου!».

Τον ρώταγες : Τι δουλειά έκαναν οι πρόγονοι σου στο χωριό  και σου απαντούσε: «Πίπες».

Μεσολαβούσε μια μικρή αμηχανία  και συνέχιζε να μας εξηγεί ότι τα χρόνια εκείνα όλοι οι κάτοικοι των  γύρω χωριών κάνανε πίπες. 

Τις φτιάχνανε από ξύλο κυδωνιάς. Ήταν, λέει, το καλύτερο.

Τις περνάγανε και ένα αυτοσχέδιο βερνίκι που το φτιάνανε στο σπίτι.

Τα χρόνια εκείνα η πίπα ήταν απαραίτητο αξεσουάρ του καπνιστή διότι όλοι για λόγους οικονομίας κόβανε το τσιγάρο στη μέση και δεν μπορούσες να το πιάσεις αν δεν είχες πίπα.

Τέτοια λαογραφικά μας έλεγε ο Θανάσης  ώσπου τον πήρανε τα  χρόνια , κουράστηκε από την ορθοστασία και αποφάσισε να  αλλάξει επάγγελμα .

«Θα γίνω  υπάλληλος περιπτέρου».

Βάλαμε τα γέλια. Τον είχαμε συνηθίσει πάντα όρθιο. Προσπαθούσαμε να τον φανταστούμε συνέχεια καθιστό.

Τόπε και τόκανε . Έπιασε δουλειά σε περίπτερο ως υπάλληλος.

 Δεν μπορούσε όμως να κάθεται και ήταν συνέχεια όρθιος έξω από το περίπτερο.

Τον ρωτήσαμε πως του φαίνεται το περίπτερο και μας απαντούσε : «Καλό,  ρε παιδιά, αλλά με στενεύει λίγο στις μασχάλες».

Ακριβώς απέναντι του ήταν ένα κρεοπωλείο.

Ανάμεσα στα  τσιγκέλια με τις  γουρουνοκεφαλές και τα νούμπουλα, ο χασάπης είχε και ένα κουάδρο με το χαμόγελο της Τζοκόντα.

«Δεν μου λες ρε Θανάση τι έπαθε ο χασάπης και κρέμασε αυτό το κουάδρο ?» Ερωτώ για να ανοίξουμε την κουβέντα.

«Τον συγκίνησε η ιστορία της Τζοκόντα.»  Απαντά ο Θανάσης πριν προλάβω να αποσώσω την ερώτηση μου.

«Δηλαδή ξέρει ο χασάπης της ιστορία της Τζοκόντα?» συνεχίζω απορημένος.

«Όλοι οι χασάπηδες την ξέρουν.»  Μου απάντησε με βεβαιότητα  και συνεχίζει αμέσως.

«Η Τζοκόντα ήταν μια πάμφτωχη χωριατοπούλα που ζούσε μέσα στις λάσπες  και στις κουτσουλιές.

Μια μέρα πέρασε το βασιλόπουλο με το άλογό του και με το που την είδε της ερωτεύτηκε  αμέσως.

Έστειλε ανθρώπους να πάνε προξενιό στους γονείς της  και την κάλεσε στο παλάτι.

Μετά από λίγο καιρό έγιναν οι γάμοι.

Την πρώτη νύχτα του γάμου  γδύνεται το βασιλόπουλο και η Τζοκόντα μένει κατάπληκτη.

Το βασιλόπουλο είχε ένα τσουτσουνάκι τόσο δα………»  

«Τι θέλετε κύριε?.....  Δεν έχουμε Μάλμπουρο …μας τέλειωσε…»

«Πού είχαμε μείνει?»

«Στο τσουτσουνάκι» του λέω.

«Μάλιστα …… Η Τζοκόντα , βέβαια , ούτε να το σκεφτεί να ξαναγυρίσει  στο λασποχώρι. Έμεινε με το βασιλόπουλο και έκανε υπομονή.

Μια μέρα  το βασιλόπουλο κάλεσε τον σπουδαιότερο ζωγράφο του βασιλείου για να κάνει το πορτραίτο της Τζοκόντα. Θα έβαζε τον πίνακα στην κεντρική σάλα του παλατιού.

Μόλις ο ζωγράφος αντίκρισε την  Τζοκόντα θαμπώθηκε τόσο από την ομορφιά της  που δεν άντεξε και γδύθηκε για να της ριχτεί.

Τι να δει, τότε,  η άμοιρη Τζοκόντα?

Ο σπουδαίος ζωγράφος είχε επίσης ένα τσουτσουνάκι τόσο δά.

Εκείνη , τότε χαμογέλασε με εκείνο το μυστηριώδες , πικρό και  ανεπαίσθητα ειρωνικό χαμόγελο.»

Μας έλεγε και μας ξανάλεγε ότι το περίπτερο του  ήταν το μόνο περίπτερο στην πόλη που είχε όλα τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν. Αυτό συνέβη από τότε που έπιασε δουλειά αυτός. «Αν δεν είχε έρθει αυτός να δουλέψει  θα είχε κλείσει το μαγαζί»..

Η αλήθεια είναι ότι είχε τα ποιο σπάνια περιοδικά.  Έμεναν, όμως , για μήνες απούλητα.

Έτσι αποφασίσαμε να  δράσουμε.

Περνάει ο πρώτος και ζητάει την «Νέα Εστία».

«Τι είναι αυτό;» ρωτάει αιφνιδιασμένος.

Περάσαμε όλοι και στείλαμε και άλλους να ζητάνε την «Νέα Εστία».

Παράγγειλε ολόκληρο πακέτο από καμιά σαρανταριά τευχη με αφιέρωμα στον Χάνς  Γκεόργκ  Γκάνταμερ.

Του μείνανε και έκανε το πακέτο σκαμπό .

Το παράπονο του Θανάση ήταν ότι ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται όλη μέρα στο περίπτερο.

Σήκωνε την φανέλα του και μας έδειχνε πόσο άσπρος είναι.

«Δεν έχω πάει ποτέ στη θάλασσα ….. τρώω συνέχεια στου Ρουβά σαν  εργένης…. είμαι χειρότερα από τον Κουφοντίνα …αυτός τουλάχιστον έχει μεγαλύτερο κελί και τονε βγάζουνε και μια ώρα προαυλισμό».

Φαίνεται ότι τοπε παντού και το μάθανε και οι αναρχικοί.

Μια των ημερών  εμφανίστηκε ένα σύνθημα με μαύρα γράμματα  και ένα «άλφα» μέσα σε κύκλο πάνω στο ρολό του περιπτέρου.

«Λευτεριά στο σύντροφο Θανάση».

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Ο Εκκλησιαστής

 Περπατάω στους δρόμους με θερμοκρασία γύρω στους  έξι βαθμούς Κελσίου και με πρησμένο το σαγόνι από μια φλεγμονή δοντιού που με βασανίζει χειμωνιάτικα.

Παίρνω αντιβίωση και προσπαθώ να απαλύνω τον πόνο μου με παυσίπονα όσο γίνεται πιο αθώα.

Έξω από το θέατρο έχουν στήσει το τραπεζάκι τους οι συνήθεις μάρτυρες του Ιεχωβά.

Είναι διασκεδαστικό να βλέπω την αμηχανία τους σε ερωτήματα μου που τους αιφνιδιάζουν.

-«Ο Θεός έχει κάνει πολλά λάθη . Το σημαντικότερο είναι ότι μας έκανε να μας πέφτουν τα δόντια αλλά να μας μένουν τα νύχια.  Τι να τα κάνουμε τα νύχια; Να ξυνόμαστε;»

Με κοιτούν έκπληκτοι.

-«Το άλλο λάθος του είναι ότι έκανε τους σκύλους να δαγκώνουν. Δεν μπορούσε να τους κάνει να τρώνε σανό σαν τα αρνιά;»

Αναλαμβάνει ο εμπειρότερος να μου απαντήσει.

-«Ο Θεός μας έκανε , κατ’ αρχήν, να μην μας πέφτουν τα δόντια  αλλά όταν οι πρωτόπλαστοι παραβίασαν τις εντολές τους  τότε μας φόρτωσε με όλα αυτά τα δεινά.»

-«Δηλαδή  εγώ έβγαλα απόστημα στο δόντι επειδή ο Αδάμ  και η Εύα κάνανε  έρωτα στον παράδεισο; Ας μην τους έβαζε γεννητικά όργανα.» Απαντώ.

 

Δεν το βάζουν κάτω.

-«Στο παράδεισο τα δόντια μας δεν θα  χαλάνε.»

Επιμένω.

-«Δηλαδή ρε παιδιά  εγώ τι να κάνω τώρα; Να περιμένω την Δευτέρα παρουσία για να μου κάνει απονεύρωση ο Θεός;»

Μου εξηγούν ότι ο δικός μας Θεός είναι ο Θεός της αγάπης. Τους εξηγώ με ιστορικά παραδείγματα  ότι η πιο αιματοβαμμένη θρησκεία στον κόσμο είναι ο χριστιανισμός.

Μου απαντούν ότι αυτοί ότι όταν πάνε φαντάροι δεν πιάνουν όπλο για να μην σκοτώσουν άνθρωπο.

-«Εγώ στο στρατό δήλωσα αρνητής συνείδησης.» μου λέει ο  ένας.

Συνεχίζω το ανηλεές σφυροκόπημα ενώ κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα μου συνοδεύεται με αφόρητο πονόδοντο.

-«Εγώ στο στρατό δήλωσα αναρχοκομμουνιστής , εαμοβούλγαρος και ληστοκομμουνιστοσυμμορίτης.»  του απαντώ.

-«Εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους δήθεν χριστιανούς.» μου αντιτείνει. 

-«Είναι που είσαστε λίγοι.  Αν είχατε την πλειοψηφία θα είχατε την αποτελεσματικότερη ιερά εξέταση και θα μου βγάζατε και τα υπόλοιπα δόντια με τανάλια.»

 

Μου διαβάζουν ένα άσχετο με την κουβέντα απόσπασμα από την Αγία γραφή σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν έναν αντιπερισπασμό όπως –όπως.

Περιμένω να τελειώσουν το διάβασμα και ζητώ τον λόγο να  τους διαβάσω και εγώ ένα δικό μου απόσπασμα.

Ανοίγω το κινητό μου και διαβάζω το σχετικό απόσπασμα  επιχειρώντας τον δικό μου αντιπερισπασμό.

-«Μου γεννιέται η διάθεση να κάτσω και ν’ αναλογιστώ πώς ξεκίνησαν όλα τούτα.

 

Μου γεννιέται η διάθεση να κάτσω και να σκεφτώ ότι η ζωή μου ταυτίστηκε με τον πόλεμο, με τη φυγή, σπίθες που κατακαίνε την πεδιάδα και κύματα νερού που την κατακλύζουν.

 

Κανονικά θα ‘πρεπε να ρίξω το κουρασμένο μου σαρκίο σε μία γωνιά και να ζήσω ήρεμα το υπόλοιπο της ζωής μου, βαυκαλίζοντας τη μνήμη μου με τα πρόσωπα των γυναικών και των φίλων που αγάπησα.

 

Ωστόσο είμαι ακόμη εδώ, κυνηγημένος από τα σκυλιά, με σκοπό να κλείσω το λογαριασμό εν ονόματι όλων αυτών των προσώπων.

 

Το βάσανο ενός παλιού αιρετικού που δε μπορεί να ησυχάσει.

 

Η ύστατη πρόκληση, η ύστατη μάχη.

 

Θα μπορούσα να ‘χα πεθάνει στο Φρανκενχάουζεν, στις πλατείες του Μίνστερ, στην Ολλανδία, στην Αμβέρσα, στα μπουντρούμια της Ιεράς Εξέτασης.

 

Κι όμως, βρίσκομαι εδώ.

 

Να τελειώσω την παρτίδα, να λύσω το αίνιγμα, αυτό είναι το τελευταίο καθήκον που έχω να επιτελέσω." *

 

Με κοιτούν με ανοιχτό το στόμα.

 

Το ξέρω μιλάω μόνος μου αλλά είναι ανάγκη να το κάνω.

 

Φαίνεται ότι θα χρειαστώ και άλλο αλγκοφρέν για να περάσει  και αυτό το μαρτυρικό βράδυ.

 

 

*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο "Εκκλησιαστής" και το υπογράφει κάποιος ανώνυμος με το ψευδώνυμο

«Luther Blisset».